- ημεροσκοπείον
- Αποικιακή εγκατάσταση των αρχαίων Φωκαέων στην ανατολική ακτή της Ιβηρικής χερσονήσου, ΒΔ από το ακρωτήριο Νάο. Ήταν μικρός οικισμός που, όπως φαίνεται από την ονομασία του, τον χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο. Στην περιοχή του υπήρχε ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδας, από το οποίο ο οικισμός ήταν γνωστός και ως Αρτεμίσιο.
Από τη λατινική ονομασία της Άρτεμης (Diana) ο οικισμός ονομάστηκε αργότερα Διάνιον, ονομασία που παρέμεινε παρέφθαρμένη και στη σημερινή ισπανική πόλη Ντένια (Denia) που βρίσκεται στη θέση του αρχαίου H. Στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Σερτώριος χρησιμοποίησε το Η. ως πολεμικό λιμάνι.
* * *ἡμεροσκοπεῑον, τὸ (Α) [ημεροσκόπος]τόπος που χρησιμεύει ως παρατηρητήριο κατά τη διάρκεια τής ημέρας, μεροβίγλι.
Dictionary of Greek. 2013.