ημεροσκοπείον

ημεροσκοπείον
Αποικιακή εγκατάσταση των αρχαίων Φωκαέων στην ανατολική ακτή της Ιβηρικής χερσονήσου, ΒΔ από το ακρωτήριο Νάο. Ήταν μικρός οικισμός που, όπως φαίνεται από την ονομασία του, τον χρησιμοποιούσαν ως παρατηρητήριο. Στην περιοχή του υπήρχε ιερό της Εφέσιας Αρτέμιδας, από το οποίο ο οικισμός ήταν γνωστός και ως Αρτεμίσιο. Από τη λατινική ονομασία της Άρτεμης (Diana) ο οικισμός ονομάστηκε αργότερα Διάνιον, ονομασία που παρέμεινε παρέφθαρμένη και στη σημερινή ισπανική πόλη Ντένια (Denia) που βρίσκεται στη θέση του αρχαίου H. Στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Σερτώριος χρησιμοποίησε το Η. ως πολεμικό λιμάνι.
* * *
ἡμεροσκοπεῑον, τὸ (Α) [ημεροσκόπος]
τόπος που χρησιμεύει ως παρατηρητήριο κατά τη διάρκεια τής ημέρας, μεροβίγλι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμεροσκοπεῖον — place for watching by day neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκοπεῖα — ἡμεροσκοπεῖον place for watching by day neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμεροσκοπείῳ — ἡμεροσκοπεῖον place for watching by day neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Hemeroskopeion — Saltar a navegación, búsqueda Contenido 1 Hemeroskopeion o ήμεροσκοπείον 2 1. El proceso de la pesca→ 3 2. Documentación epigráfica→ …   Wikipedia Español

  • Hemeroscopio — Dianio Emporio de la Antigua Grecia Datos generales Habitantes griegos de Focea, romanos Idioma …   Wikipedia Español

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”